- ὁμοφεγγής
- ὁμο-φεγγής, ές,A shining together,
αἴγλη Nonn.D.5.113
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἴγλη Nonn.D.5.113
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοφεγγής — ὁμοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ιδιο φεγγής] … Dictionary of Greek
ὁμοφεγγέος — ὁμοφεγγής shining together masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek